- φυσαλέος
- -α, -ον, Ααυτός που έχει πολύ αέρα, πολύ δυνατό φύσημα ανέμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα -αλέος (πρβλ. θαρρ-αλέος, πειν-αλέος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυσαλέου — φυσαλέος windy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσαλέῳ — φυσαλέος windy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσαλέαν — φυσαλέᾱν , φυσαλέος windy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)